- κρεατινίνη
- η (βιοχ.)παράγωγο τού ιμιδαζολίου, μεταβολίτης τής κρεατίνης, το οποίο απαντά στο αίμα και στα ούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. creatinine < γαλλ. crćatine (< creat- < κρέας + κατάλ. -ine) + κατάλ. -ine].
Dictionary of Greek. 2013.