κρεατινίνη

κρεατινίνη
η (βιοχ.)
παράγωγο τού ιμιδαζολίου, μεταβολίτης τής κρεατίνης, το οποίο απαντά στο αίμα και στα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. creatinine < γαλλ. crćatine (< creat- < κρέας + κατάλ. -ine) + κατάλ. -ine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • κρεατινιναιμία — η η περιεκτικότητα τού αίματος σε κρεατινίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. creatininemie < γαλλ. crćatinine (< creat < κρέας + κατάλ. ine) + emie (πρβλ. αιμία < αἷμα)] …   Dictionary of Greek

  • πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”